ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΔ΄ Ἐπιστολῶν
12 Φεβρουαρίου 2023
«πάντα μοι ἔξεστιν ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει» (Α΄ Κορ. 6,12)
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Aδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. Τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ, καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. Τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; Ἂρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο. Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; «Ἒσονται» γάρ, φησίν, «οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν»· ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. Φεύγετε τὴν πορνείαν. Πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; Ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.
ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
«Ὅλα ἔχω ἐξουσία νὰ τὰ πράττω, δὲν συμφέρουν ὅμως ὅλα». Αὐτὰ ἐξομολογεῖται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Σύμφωνα μὲ τοὺς ἑρμηνευτές, ἀφορμὴ γι’ αὐτὴν τὴν ὁμολογία ἔδωσε στὸν Ἀπόστολο ἡ ἀντίδραση μερικῶν σχετικὰ μὲ τὴν διδασκαλία του γιά τὴν διάκριση τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου στὰ φαγητά, σὲ καθαρὰ καὶ ἀκάθαρτα.
Αὐτὴ ἡ διδασκαλία τοῦ θείου Παύλου ἔχει καὶ τὴν ἑξῆς γενικώτερη σημασία: Ὡς Χριστιανὸς μπορῶ νὰ δοκιμάσω ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά. Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται, ἀφοῦ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὄχι στὸν Νόμο τοῦ Μωυσέως. Μπορῶ, γιὰ παράδειγμα, νὰ φάω καὶ χοιρινὸ ποὺ ἀπαγόρευε ὁ Νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ‘‘οὐ τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦτο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον» (Ματθ. 15, 11). Αὐτὰ ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα μολύνουν τὸν ἄνθρωπο, ὄχι αὐτὰ ποὺ μπαίνουν. Εἶμαι ἐλεύθερος νὰ δοκιμάσω ὅλα τὰ φαγητά, ποτὲ, ὅμως, δὲν θὰ γίνω δοῦλος τῆς γαστριμαργίας. Ἀκριβῶς ἔτσι κι ἐμεῖς θὰ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὸ θέμα τῆς προσωπικῆς μας ἐλευθερίας. Ἀπὸ τὰ χρυσᾶ αὐτὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δημιουργοῦμε τοὺς κανόνες, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους ἀξιοποιοῦμε τὸ θεῖο αὐτὸ καὶ ἀτίμητο δῶρο τοῦ Δημιουργοῦ μας, τὴν ἐλευθερία.
«Πάντα μοι ἔξεστιν», εἶναι τὸ φρόνημα σχεδὸν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἰδίως στὴν ἐποχή μας, ποὺ πολλοὶ δὲν δεσμεύονται ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅλα ἐπιτρέπεται νὰ τὰ κάνω, ἀλλὰ δὲν μὲ συμφέρει. Μπορῶ νὰ κλέψω, νὰ φονεύσω, νὰ ἀσελγήσω, νὰ κάνω λαθρεμπόριο, νὰ γίνω ναρκομανής, νὰ γίνω γενικὰ ἄσωτος. Ὅλα αὐτὰ, ὅμως, μὲ ὁδηγοῦν στὴν καταστροφή‧ ὑλική, πνευματική, κοινωνική. Ὅλα ἔχω τὴν δυνατότητα καὶ τὴν ἐλευθερία νὰ τὰ κάνω. Ἀλλὰ πρέπει νὰ προσέχω, μήπως ἱκανοποιώντας τὶς ἄλογες ὀρέξεις μου ἢ ἱκανοποιώντας ὑπέρμετρα τὶς φυσιολογικὲς καὶ ἀναγκαῖες ἐπιθυμίες μου, καταντήσω δοῦλος τῶν ἕξεων καὶ ὀρέξεών μου. Θὰ πρέπει νὰ ἐξετάζω μήπως κινδυνεύω ὄχι μόνο νὰ παύσω νὰ ἔχω τὸν ἔλεγχο τῆς προσωπικότητάς μου, ἀλλὰ καὶ γίνω δοῦλος τῶν ἐνστίκτων μου. Ἐμεῖς θεωροῦμε ἐλευθερία νὰ κάνουμε ὅ,τι θέλουμε, ξεχνώντας ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι πάντα πρὸς τὸ συμφέρον μας οὔτε σύμφωνο μὲ τὴν καλῶς ἐννοουμένη ἔννοια τῆς ἐλευθερίας.
Ἑπομένως, ἡ ἐλευθερία θὰ πρέπει νὰ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ πράξεις χρήσιμες, ὠφέλιμες γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας. Θὰ πρέπει νὰ προσέχουμε μήπως κάποια ἐνέργειά μας τοὺς σκανδαλίσει καὶ τοὺς ὠθήσει στὴν πτώση. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἠθικὲς προτροπὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀποδίδονται παραστατικὰ στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὁ νεώτερος, ὁ ἄσωτος υἱός, ἰδιαιτέρως ἐπίστευε στὸ ἐξωτερικὸ αὐτὸ προνόμιο τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἐλευθερία, στὸ «πάντα μοι ἔξεστιν» τοῦ Ἀποστόλου. Ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τοῦ Πατέρα του. Ἡ πατρικὴ ἀγάπη τὸν ἐνοχλοῦσε. Ὁ ἄσωτος υἱός, μὲ ὑψωμένο τὸ λάβαρο τῆς ἐλευθερίας, ἔφυγε σὲ χώρα μακρινή, ὅπου καὶ ἔχασε τελικὰ τὴν ἐλευθερία του καὶ ἔγινε δοῦλος τῶν παθῶν του.
«Ἐν φόβῳ τὸν τῆς παροικίας ὑμῶν χρόνον ἀναστράφητε, εἰδότες οὐ φθαρτοῖς, ἀργυρίῳ ἢ χρυσίῳ, ἐλυτρώθητε, … ἀλλὰ τιμίῳ αἵματι» (Α΄ Πέτρ. 1, 18-19), διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Δὲν ἀναιρεῖ τὸ αὐτεξούσιο μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὀ Ἀπόστολος, ἀλλὰ μᾶς δείχνει τὴν στοργὴ τοῦ Δημιουργοῦ μας καὶ προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἀποτρέψει ἀπὸ πράξεις ποὺ μᾶς ἀποξενώνουν ἀπὸ Αὐτόν. Ὁ ἄσωτος υἱὸς κέρδισε τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὸν Πατέρα του. Αὐτὴ εἶναι ἠ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ζωὴ ὑπακοῆς καὶ ἐλευθερίας μέσα στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ – Πατέρα. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικά, διότι «οὗ (ὅπου) τὸ Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄ Κορ. 3, 17).
Ἀδελφοί μου!
Ἡ Ἐκκλησία μας, ὡς φιλόστοργη Μητέρα, δὲν θέλει ἀπαγορεύσεις καὶ ποινές, θέλει ὅμως νὰ προφυλάξει τὰ παιδιά της ἀπὸ τὶς ἐπιλογὲς ἐκεῖνες ποὺ δὲν «συμφέρουν», δὲν ὠφελοῦν, ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορὲς καταστρέφουν. Θέλει νὰ ἀποκτήσει κάθε ἄνθρωπος «νοῦν ἡγεμόνα», λογισμὸ ποὺ μὲ τὸν θεῖο φωτισμὸ νά κυβερνᾶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ μὴν ὑποδουλώνεται σὲ πάθη καὶ ἁμαρτίες. Συχνὰ, ὅμως, ἐμεῖς γινόμαστε δοῦλοι τοῦ ἐγωισμοῦ μας, τοῦ «παλαιοῦ ἐν ἡμῖν ἀνθρώπου», κατὰ τὸν Παῦλο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἶναι τὰ πάθη, ποὺ ἔχουν τὴν ἔννοια τοῦ ἐθισμοῦ καὶ τῆς ἐξάρτησης καὶ καλοῦνται ψυχοφθόρα. Φάρμακο ποὺ μᾶς ζωογονεῖ καὶ μᾶς ἐνισχύει εἶναι ἡ Θ. Κοινωνία. «Εἰς ἀποτροπὴν καὶ ἐμπόδιον τῆς φαύλης μου καὶ πονηρᾶς συνηθείας, εἰς ἀπονέκρωσιν τῶν παθῶν, εἰς περιποίησιν τῶν ἐντολῶν σου, εἰς προσθήκην τῆς θείας σου χάριτος καὶ τῆς σῆς βασιλείας οἰκείωσιν», εὐχόμαστε στὴν ἀκολουθία τῆς Θ. Μεταλήψεως.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ πάλι θὰ μᾶς διαφωτίσουν ἐπὶ τοῦ θέματος.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Τὸ νὰ μὴν παρασυρθεῖς ἀπὸ τὴν ὁρμὴ τοῦ πάθους σὰν ἀπὸ ἄλλο χείμαρρο, ἀλλὰ νὰ ἀντισταθεῖς σὰν ἄνδρας σ’ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμία καὶ μὲ τὶς σκέψεις νὰ ἀποκρούσεις τὸ πάθος, αὐτὸ εἶναι ἔργο ἀρετῆς».
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος: «Ἐὰν ὁ νοῦς ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ δοῦμε μὲ αὐτὸν (τὸν νοῦ) τὴν ἐλευθερία ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεός, δὲν θὰ καταδεχθοῦμε πιὰ νὰ κατέβουμε στὴν προηγούμενη σκλαβιὰ τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος».
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος: «Ὁ ἠθικὰ ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔγινε ἠθικὸ ὁμοίωμά Του. Οἱ πόθοι του εἶναι ἱεροὶ καὶ οἱ ἐπιθυμίες του ἁγνές. Εἶναι στολισμένος μὲ ὅλες τὶς ἀρετές. Ἀντίθετα, ὁ ἠθικὰ δοῦλος εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἠθικὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τὰ πάθη, ἡ ἠθικὴ αἰχμαλωσία. Τὰ λόγια του εἶναι γεμάτα ἀνοησίες καὶ τὰ ἔργα του ἐπίσης ἀνόητα. Ἡ καρδιά του μελετάει τὰ αἴσχη. Ἡ ἔπαρση, ἡ ὑπεροψία, ὁ ἐγωισμὸς τὸν κατακυριεύουν. Ὤ, τὶ μεγάλη διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξύ τους! Πόσο τὸ κάλλος τῆς ἀληθινῆς ἠθικῆς ἐλευθερίας! Καὶ πόση ἡ αἰσχρότητα τῆς ψευδώνυμης! Σὲ ποιὸ ὕψος φέρνει ἡ μιὰ καὶ σὲ ποιὸ βάθος κατεβάζει ἡ ἄλλη! Πόσο ἡ μιὰ προσεγγίζει τὸν Θεό! Πόσο ἡ ἄλλη ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό!»
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος: «Ὁ λαγὸς καὶ ἡ ἔλαφος εἶναι τὰ πιὸ ἄσβερτα ζῶα‧ ὁ δὲ ψαλμῳδὸς ἀντιβοᾶ «ὄρη τὰ ὑψηλὰ ταῖς ἐλάφοις, πέτρα καταφυγὴ τοῖς λαγῳοῖς». Ὁ λαγὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν βίαν‧ διότι κάθε πρᾶγμα βιαστικὸ ἀνεβαίνει καὶ αὐτὸς ποὺ ἀνεβαίνει ἔχει τὴν ὑπομονήν, τὴν μακροθυμίαν, τὴν ἀγαθωσύνην, τὴν ἀγάπην καὶ ὅλο ἀνεβαίνει. Αὐτὸς μιμεῖται τὸν λαγόν. Ἡ δὲ ἔλαφος εἶναι ἡ ταπείνωσις ἡ ὁποία ὑψώνει τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν ἀνεβάζει εἰς τὰ ὑψηλὰ ὄρη. Ἐὰν αὐτὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος, θὰ τὸν συνοδεύουν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα‧ διότι αὐτὰ εἶναι σὰν μαγνήτης ποὺ μαγνητίζουν τὰ ἄλλα καλὰ καὶ τὰ ἑλκύουν πλησίον τους».
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος: «Ὁ Παντοδύναμος Θεὸς σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Χτυπᾶ διακριτικὰ τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀδύναμου ἀνθρώπου καὶ περιμένει ὑπομονετικὰ νὰ τοῦ ἀνοίξει, γιὰ νὰ τὸν κάνει ἀληθινὰ εὐτυχῆ‧ κι αὐτός, κάνοντας τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας ποὺ Ἐκεῖνος τοῦ χάρισε, δὲν Τοῦ ἀνοίγει, μένοντας κλεισμένος στὴν δυστυχία του. Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἆρά γε ἔχουμε τὴν φρόνηση νὰ κάνουμε πράξη τὴν ἱκεσία: ‘‘Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν’’; Ἂς ἀνοίξουμε τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς μας καὶ θὰ μπεῖ Ἐκεῖνος καὶ θὰ τὴν μεταμορφώσει».
Ὁ Ἅγιος Τύχων ὁ Ρῶσος, ὁ πνευματικὸς τοῦ Ἁγίου Παϊσίου: «οἱ κακὲς συνήθειες ἐξελίσσονται σὲ πάθη, ἐνῶ οἱ καλὲς συνήθειες γίνονται ἀρετές».
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Ἀξία ἔχει ἡ ἀρετὴ ποὺ ἀποκτιέται μὲ ἐλευθερία, χωρὶς πίεση. Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ αἰσθανθεῖ ὡς ἀνάγκη τὴν ἀρετὴ καὶ, στὴν συνέχεια, νὰ ἐργασθεῖ γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσει. Δὲν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἀνάγκη νὰ κάνουμε τὸ θέλημά Του‧ ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο. Ἐλευθερία πνευματικὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ ὑποταγὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ βλέπεις, ἐνῶ ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἐλευθερία, ὁ πειρασμὸς ἀπὸ κακία τὴν παρουσιάζει σὰν σκλαβιὰ καὶ ἀντιδροῦν τὰ παιδιά – ἰδίως τῆς ἐποχῆς μας- ποὺ ἔχουν δηλητηριασθεῖ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀνταρσίας. Εἶναι φυσικὰ κουρασμένα ἀπὸ τὰ διάφορα συστήματα τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ποὺ δυστυχῶς παραμορφώνουν τὴν ὡραία φύση τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ πλάσματά Του καὶ τὰ γεμίζουν ἄγχος καὶ τὰ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν χαρά, τὸν Θεό». Καὶ συμπεραίνει ὁ Ἅγιος: «Ἡ ἐσωτερικὴ καθαρότητα τῆς ὄμορφης ψυχῆς τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ θεία ἐκείνη γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γλυκαίνει ἀκόμα καὶ τὴν ὄψη του καὶ τὸν προδίδει μὲ τὴν θεία χάρη»
«Δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινα ἐστι τοῦ Θεοῦ». Αὐτὴ εἶναι ἡ κατακλείδα καὶ ὁ ἐπίλογος τῶν συμβουλῶν τοῦ θείου Παύλου ποὺ μᾶς ἀπηύθυνε στὴν σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή. Νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε ὄχι μόνο μὲ τὸ σῶμα ἀλλὰ οὔτε μὲ τὸ πνεῦμα‧ καὶ ἐπιπλέον νὰ εἶναι ἡ διαγωγή μας τέτοια ποὺ νὰ φωτίζουμε τὸν κόσμο καὶ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός: «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5, 16).
Ἀδελφοί μου,
Ὅταν ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, τοῦ χάρισε ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο, τὴν ἐλευθερία. Ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός, ἡ ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ποὺ εἶναι ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Μόνο τότε ἡ ἐλευθερία μας, τὸ «πάντα μοι ἔξεστιν» εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον μας. «Ἡ ἐλευθερία τῶν τέκνων τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8, 21).
Ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει σήμερα: «τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας ζωοδότα». Ἰδοὺ ὁ ἀληθινὸς δρόμος: ἡ πραγματικὴ καὶ εἰλικρινὴς μετάνοια. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ παντοτινή μας ἀπελευθέρωση. Αὐτὸ μᾶς ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος : «ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε».
Καὶ ἡ γλυκόηχη λύρα τοῦ φλογεροῦ Γ. Βερίτη παιανίζει καὶ πάλι:
«Ἐλεύθερον Ἐσὺ κι ἂν μ’ ἔχεις πλάσει,
μὰ ἐγὼ τὴν λευτεριὰ τὴν ἔχω χάσει.
Στὰ πάθη ἡ θέλησή μου σκλαβωμένη
τὸν ἄγγελο τοῦ ἐλέους περιμένει
τὴν τρίδιπλη ἁλυσίδα της νὰ σπάσει.
Ἄνοιξε Ἀφέντη τὸ ἱερὸ παλάτι…»
Πηγή: imchiou.gr